τώρα

Ετυμολογία της λέξης τώρα τώρα < ελληνιστική κοινή τώρα < αρχαία ελληνική τῇ ὥρᾳ (ταύτῃ) < ὤρα ὤρα < ίσως από οὖρος (φύλακας) χωρίς να αποκλείεται και το ὁράω οὖρος: < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *wer– (αντιλαμβάνομαι) (συγγενές του ὁράω / ὁρῶ) ή ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sorwos ‎(φύλακας) οὖρος: < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₃er– (κινώ, αναδεύω) (συγγενές των ὄρνυμι, […]