τύψη < ελληνιστική κοινή τύψις < τύπτω
τύπτω < αρχαία ελληνική τύπτω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *(s)teu-p- (χτυπώ)
χτυπώ < μεσαιωνική ελληνική χτυπώ < αρχαία ελληνική κτυπέω / κτυπῶ < κτύπος
Σημασιολογία:
- η έντονη ψυχική κατάσταση που νιώθει όποιος αντιλαμβάνεται την ενοχή του για κάτι και κατηγορεί τον εαυτό του