Ετυμολογία της λέξης ταξίδι
- ταξίδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ταξίδιον < ελληνιστική κοινή ταξείδιον (=εκστρατεία) < αρχαία ελληνική τάξις + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Η λέξη αρχικά αναφερόταν στην εκστρατεία, την πορεία και μετακίνηση στρατιωτικών σωμάτων. Από τον 2ο αι. μ.Χ. μαρτυρείται η λέξη ταξείδιον (< από το θέμα ταξε- της λέξης τάξις), ορθογραφία που σήμερα θεωρείται λανθασμένη.
Σημασιολογία της λέξης ταξίδι
- μετακίνηση σε έναν προορισμό και παραμονή σ’ αυτόν για κάποιο διάστημα
- ↪ μόλις γύρισα από ένα ταξίδι στην Ιταλία
- (μεταφορικά, λογοτεχνικό) ο θάνατος
- ↪ ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό – το μεγάλο ταξίδι… – αιώνιο ταξίδι
- (μεταφορικά) η κατάσταση στην οποία βρίσκονται όσοι κάνουν χρήση ψυχοτρόπων/παραισθησιογόνων ουσιών