ήλιος

Ήλιος

Ετυμολογία της λέξης ήλιος ἥλιος < πρωτοελληνική *hāwélios < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sāwélios < *sóh₂wl̥ (ήλιος) (συγγενές των ἀλέα: θερμότητα, εἵλη: ζεστασιά ήλιου, ἑλάνη: λαμπάδα) Εναλλακτικές μορφές της λέξης ήλιος δωρικός τύπος, αιολικός τύπος και αρκαδοκυπριακός τύπος: ἀέλιος κρητικός τύπος: ἀβέλιος επικός τύπος: ἠέλιος λυρικός, δωρικός τύπος: ἅλιος Σημασιολογία της λέξης ήλιος ο ήλιος Ἆρ’ οὖν οὐ καὶ ὁ ἥλιος ὄψις μὲν οὐκ ἔστιν, αἴτιος δ’ ὢν αὐτῆς ὁρᾶται ὑπ’ αὐτῆς ταύτης; (Πλάτων, Πολιτεία) οἱ ὑπὸ τοῦτον τὸν ἥλιον ἄνθρωποι (Δημοσθένης) Ἑλλάνων δόξης δεύτερον Ἀέλιον ο θεός Ήλιος, γιος του Υπερίονα […]