Γνωρίζω

γνωρίζω < αρχαία ελληνική γνωρίζω γνωρίζω θέμα γνωρ ( < από ρίζα του γιγνώσκω ) + -ίζω γιγνώσκω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵneh₃- (γνωρίζω) (θέμα γνω με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό και πρόσφυμα σκ· με μετάπτωση, το ασθενές θέμα γνο) Σημασιολογία: ξέρω μήπως γνωρίζεις ένα σύντομο τρόπο για να φτάσω στο αεροδρόμιο; συστήνω, παρουσιάζω έναν άνθρωπο σε κάποιον άλλο για πρώτη φορά να σας γνωρίσω τη φίλη μου συναντώ κάποιον για πρώτη φορά γνώρισα τη φίλη του αναγνωρίζω […]