γονυπετής < αρχαία ελληνική γονυπετής < γόνυ + πεσεῖν (απαρέμφατο του πίπτω)
γόνυ < αρχαία ελληνική γόνυ
γόνυ < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵónu. Συγγενές με τα (σανσκριτικά) जानु (jānu), (λατινικά) genu, (παλαιοαρμενικά) ծունկ (cunk), (γοτθικά) 𐌺𐌽𐌹𐌿 (kniu), (αγγλοσαξονικά) cnēo (αγγλικά knee)
Σημασιολογία:
- γονατιστός, συνήθως σε ένδειξη σεβασμού ή σε αναζήτηση ελέους, ικετευτικός, ταπεινωμένος