γέννηση < μεσαιωνική ελληνική γέννηση < αρχαία ελληνική γέννησις
γέννησις < γεννάω
ασυναίρετος τύπος του γεννώ
γεννώ < αρχαία ελληνική γεννάω/γεννῶ
γεννάω < ενεργητική μορφή του γίγνομαι ίσως με αρχικό τύπο γεγενάω ή γέννα και -ω (οι περισσότεροι πάντως θεωρούν ότι η γέννα είναι παράγωγο του γεννάω)
γέννα < αρχαία ελληνική γέννα
Σημασιολογία του γεννώ: