χειραγωγώ

χειραγωγώ < χείρ + ἄγω (παίρνω κάποιον από το χέρι και τον οδηγώ) ἄγω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂eǵ– (ἄγω). Συγγενές με τα (σανσκριτικά) अजति (ájati, οδηγώ), (παλαιοαρμενικά) ածեմ (acem, μεταφέρω), (λατινικά) ago, (αρχαία σκανδιναβικά) aka (οδηγώ)

Χριστούγεννα

Χριστούγεννα

Ετυμολογία της λέξης Χριστούγεννα Χριστούγεννα < μεσαιωνική ελληνική Χριστούγεννα < Χριστού + γέννα Χριστός < ελληνιστική κοινή Χριστός < αρχαία ελληνική χριστός < χρίω [(σημασιολογικό δάνειο) αραμαϊκή משיחא (mʃiħɑ: μεσσίας)] μεσσίας < ελληνιστική κοινή μεσσίας < αραμαϊκή משיחא (mʃiħɑ) < εβραϊκή משיח (maːˈʃiːaħ=μυρωμένος) < משח (χρίω, μυρώνω) χρίω < αρχαία ελληνική χείω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrēy– (χρίω, επαλείφω) < *gʰer– (τρίβω) χείω < επικός τύπος του χέω χέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰew– (χέω, χύνω, ρέω) γέννα < αρχαία ελληνική γέννα Σημασιολογία της λέξης Χριστούγεννα (θρησκεία) χριστιανική εορτή, στις 25 Δεκεμβρίου, στη μνήμη της γέννησης του Ιησού Χριστού (κατ’ επέκταση) η εορταστική περίοδος από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα Τα Χριστούγεννα (σύνθετη λέξη της δημοτικής Χριστός + γέννα) είναι η ετήσια χριστιανική εορτή της γέννησης του Χριστού και κατ’ […]

Χρόνος

Ετυμολογία της λέξης χρόνος χρόνος< κληρονομημένη από την αρχαία ελληνική χρόνος χρόνος < συγγενές με το χείρ, αβέβαιης ετυμολογίας Σημασιολογία της λέξης χρόνος (στον ενικό) ≈ συνώνυμα: καιρός εξέλιξη, διαδοχή, ροή των γεγονότων στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον ο χρόνος κυλάει αδιάκοπα και αναπότρεπτα γιατί άπιστος κρέμεται ο Χρόνος στον άνθρωπο επάνω και της […]

ψήγμα

ψήγμα < αρχαία ελληνική ψῆγμα ψῆγμα < ψήχω ψήχω < αρχαία ελληνική ψήχω ψήχω < ψήω ψήω < το θέμα ψη- (με πρόσφυμα j + ω = ψήjω = ψήω-ψῶ) Σημασιολογία: ξύνω, τρίβω ελαφρά, ψηλαφώ, ψαύω, αποσπογγίζω: τύπος του ψάω. Απαντάται κυρίως σε σύνθετα

ψυχαγωγώ

Ψυχαγωγώ < ψυχαγωγία. Προερχόμενη από σύνθεση των «ψυχή» και «άγω», σημαίνει την αγωγή της ψυχής. ψυχαγωγώ < ελληνιστική κοινή ψυχαγωγέω / ψυχαγωγῶ < αρχαία ελληνική ψυχή + ἄγω ψυχαγωγία < αρχαία ελληνική ψυχαγωγία < ψυχαγωγός (οδηγός των ψυχών των νεκρών) < ψυχό- + ἀγωγός < ἄγω  

Ψυχή

ψυχή < αρχαία ελληνική ψυχή ψυχή < ψύχω ψύχω < αρχαία ελληνική ψύχω ψύχω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bʰes– (παραπέμπει σε σχετικά με πνοή, φύσημα, κοινό στην ψυχή και στην ψύξη) ή προελληνικής ετυμολογικής προέλευσης Σημασιολογία του ψυχή: ψυχή θηλυκό η βασική αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης, της ζωής του ανθρώπου και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή το […]

Ψυχισμός

ψυχισμός < γαλλική psychisme < psychique < ψυχή + -ισμός ψυχή < αρχαία ελληνική ψυχή ψυχή < ψύχω ψύχω < αρχαία ελληνική ψύχω ψύχω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bʰes– (παραπέμπει σε σχετικά με πνοή, φύσημα, κοινό στην ψυχή και στην ψύξη) ή προελληνικής ετυμολογικής προέλευσης Σημασιολογία: ο ψυχικός κόσμος του ατόμου, η ψυχική λειτουργία του έχει διαταραγμένο ψυχισμό η διερεύνηση του ανθρώπινου ψυχισμού είναι αντικείμενο κυρίως της ψυχολογίας, της ψυχιατρικής, αλλά και της κοινωνιολογίας

ωραίος

Ετυμολογία: ὡραῖος < ὥρα ὥρα < ινδοευρωπαϊκή *yōr-ā < *yēr– / *yeh₁r– (έτος, εποχή)   Σημασιολογία: ὡραῖος, -α, -ον (παραθετικά, μεταξύ άλλων και το ανώμαλο ὡραιέστατος) που παράγεται την κατάλληλη εποχή (π.χ. για καρπούς) που είναι ώριμος και κατάλληλος για κατανάλωση (φρούτα αλλά και ζώα και ψάρια) που συμβαίνει τον αναμενόμενο χρόνο, τον κατάλληλο χρόνο, όταν είναι ώριμος, έτοιμος (για κάτι) γάμου ὡραῖαι – θάνατος ὡραῖος (στην ώρα του, για ηλικιωμένο) […]