Αλεύρι

αλεύρι < μεσαιωνική ελληνική αλεύριν < αλεύριον υποκοριστικό του ἄλευρον (αρχαία ελληνική ) άλευρο < μεσαιωνική ελληνική ἀλεύριν < ἀλεύριον < αρχαία ελληνική ἄλευρον < ἀλῶ αλώ < συνηρημένος τύπος του ἀλέω (α΄πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα) αλέω < αλέθω  

Αλήθεια

αλήθεια < αρχαία ελληνική ἀλήθεια < ἀληθής < α- στερητικό + λήθη Ως παράγωγο του «ἀληθής» θα σήμαινε ακριβώς την κατάσταση που τα πράγματα δεν έχουν ξεχαστεί, είναι γνωστά ή φανερά, άρα είναι πραγματικά. Στη φιλοσοφία η λέξη χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες θεωρίες εκφράζοντας την αληθή γνώση των πράξεων,των γεγονότων και του κόσμου

αλώβητος

αλώβητος < ελληνιστική κοινή ἀλώβητος < α- + αρχαία ελληνική λωβάομαι / λωβῶμαι < λώβη λωβάομαι < λώβη ή αντιστρόφως λώβη < λωβάομαι (λώβη = βλάβη, κακομεταχείριση, αρρώστια) λώβη < λωβάομαι ή το αντίστροφο, δηλ. το λωβάομαι από τη λώβη < πιθανόν από πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα κοινή και στα λατινικά labor και labes (πτώση, γλίστρημα, ολίσθημα)  

αμαρτία

αμαρτία < αρχαία ελληνική ἁμαρτία ἁμαρτία < ἁμαρτάνω ἁμαρτάνω < (ίσως) ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂mert– (χάνω, σφάλλω) (α στερητικό + πιθανόν ρίζα σμαρ- ή μερ- όπου προσίθεται το πρόσφυμα τ = ασμαρτ με ταυτόχρονη τροπή του σ σε δασεία = ἁμαρτ και με τελικό πρόσφυμα -αν- = ἁμαρτάνω) Σημασιολογία: αποτυγχάνω να βρω το στόχο μου Ἀτρεΐδης […]

Άμυνα

άμυνα < αρχαία ελληνική ἄμυνα Σημασιολογία: η απόκρουση επιθετικής ενέργειας (νομικός όρος): η υπεράσπιση ατόμου από άδικη και παρούσα επίθεση που δέχεται το ίδιο ή άλλο και η εξ αυτής προσβολή του επιτιθεμένου. τα μέτρα που λαμβάνονται και το υλικό που χρησιμοποιείται για την πρόληψη επιθέσεων (αθλητισμός) το σύνολο των παικτών που η θέση τους είναι να αντικρούουν επιθετικές ενέργειες (σκάκι) ομάδα αρχικών κινήσεων όπου ενδιαφέρει το […]

Αμύνομαι

αμύνομαι < ελληνιστική κοινή ἀμύνομαι < αρχαία ελληνική ἀμύνω ἀμύνω < ανάγεται στα α προθεματικό + μύνη (το υ βραχύ)= αμυν + πρόσφυμα j (το οποίο αφομοιούται στο ν = αμυνν που όμως απλοποιείται σε ν) = αμυν + κατάληξη -ω Σημασιολογία του αμύνομαι: αντιμετωπίζω και προσπαθώ να αποκρούσω μια επίθεση (βίαιη, στρατιωτική ή λεκτική ή στο πλαίσιο αθλητικού αγώνα), υπερασπίζομαι τον εαυτό μου και άλλους Σημασιολογία του αμύνω: αποκρούω, κρατώ κάποιον έξω παρακαλουμένη ἀμύνειν τὸν βάρβαρον (Πλάτ. όμοι, 692ε) Τρῶας ἄμυνε νεῶν υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, αμύνομαι, αγωνίζομαι αμυνόμενος γενναίως ἀμύνειν τῇ πόλει καὶ θεοῖς ἐγχωρίοις/τῷ νόμῳ / τῷ δήμῳ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος ἀμῦναι βοηθώ (μέσο)ἀμύνομαι : […]

Αμφιθυμία

αμφιθυμία < αμφίθυμος < αμφι- + θυμός (διάθεση) + -ία (μεταφραστικό δάνειο από την γαλλικά ambivalence) θυμός < αρχαία ελληνική θυμός θυμός < πρωτοελληνική tʰūmós (καπνός, αναπνοή, ψυχή) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰuh₂mós ‎(καπνός)

Αμφίρροπος

αμφίρροπος < αρχαία ελληνική ἀμφίρροπος < ἀμφί + ῥέπω ἀμφί < αρχαία ελληνική ἀμφοῖν / αμφότεροι <ονομ. αιτ. ἄμφω, γεν. δοτ. ἀμφοῖν, στον Όμηρο μόνο «ἄμφω» στην ονομαστική και αιτιατική. ῥέπω < ρίζα Fρεπ-, ομόρριζο των ῥάβδος, ῥάμνος, ῥαπίς Σημασιολογία: που μπορεί να πάρει ή τη μία ή την άλλη τροπή, που ταλαντεύεται μεταξύ δύο αποφάσεων ή εξίσου πιθανών εκβάσεων, που το αποτέλεσμά του δεν έχει κριθεί ακόμη  

Αμφιταλαντεύομαι

αμφιταλαντεύομαι < ελληνιστική κοινή ἀμφιταλαντεύω ταλαντεύω < αρχαία ελληνική < τάλαντον  < προκαλώ ταλάντωση Σημασιολογία: δεν μπορώ να διαλέξω ανάμεσα σε δύο διαφορετικές επιλογές και να καταλήξω σε μια απόφαση

Ανάγκη

ανάγκη < αρχαία ελληνική ἀνάγκη ἀνάγκη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *anḱ- (μοίρα, πεπρωμένο) Σημασιολογία: αναφέρεται σε κάτι που το επιβάλλουν τα ίδια τα πράγματα, άρα ένας εξωτερικός παράγοντας αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες και έχει να καλύψει έντονες βιοποριστικές ανάγκες ανάγκη, πιεστική επιθυμία, εξαναγκασμός λογική αναγκαιότητα πεπρωμένο κακοπάθεια, βασανισμός συγγενικός δεσμός αίματος