2 Φεβρουαρίου 2018Αέναοςαέναος < αρχαία ελληνική ἀέναος < ἀεί + νάω (ρέω)Σημασιολογία:που δεν παύει ποτέ να ρέει, να τρέχει(γενικότερα) που δεν σταματά, ασταμάτητος, αδιάκοπος