17 Νοεμβρίου 2020ακηδήςΕτυμολογία της λέξης ακηδήςακηδής < αρχαία ελληνική ἀκηδής < ἀ- + κῆδοςάπό το κῆδος= φροντίζω· απαντάται και στην ενεργ. κήδω μόνο στον ποιητικό λόγο.κηδεία = φροντίδακηδεμόνας = ο φροντιστήςΣημασιολογία της λέξης ακηδήςαμέριμνος, ξέγνοιαστοςαμελής, αδιάφοροςοκνός