αγάπη < ελληνιστική κοινή ἀγάπη < αρχαία ελληνική ἀγαπῶ
ἀγαπάω < ή από το ἀγάπη ή αντιστρόφως η ἀγάπη από το ἀγαπάω < ρίζα ἀγα- (πιθανόν συγγενής με το ἄγαν) + ρίζα πα-
ἄγαν < ἄγη και δωρικός τύπος ἄγα (θαυμασμός)
ἄγη < ἄγαμαι
ἄγαμαι (αποθετικό)
- θαυμάζω, εκτιμώ
- ὡς σέ, γύναι, ἄγαμαι Οδύσσεια 6.168
- θαυμάζω, απορώ
- μνηστῆρες δε ὑπερφιάλως ἀγάσαντο (απόρησαν τρομερά, έμειναν εμβρόντητοι οι μνηστήρες στη θέα του Οδυσσέα)
- Ὀδυσῆος ἀγασσάμεθ᾽’ εἶδος ἰδόντες Ιλιάδα 3.224.
- οργίζομαι, φθονώ
- ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα (εξοργισμένοι με τις κακές σας πράξεις)
- Ποσειδάων᾽ ἀγάσεσθαι ἡμῖν, οὕνεκα… (είχε εξοργισθεί ο Ποσειδώνας επειδή εμείς…)