λήμμα < ελληνιστική κοινή λῆμμα < αρχαία ελληνική λῆμμα
λῆμμα < λαμβάνω (θέμα: ληβ-) + -μα
λαμβάνω < αρχαία ελληνική λαμβάνω
λαμβάνω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sleh₂gʷ–
Σημασιολογία:
- καταχώρηση, άρθρο που υπάρχει αλφαβητικά καταχωρισμένο σε ένα λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια
- Το Βικιλεξικό έχει πάνω από 80.000 λήμματα στην ελληνική γλώσσα.
- (λογική) πρόταση που θεωρείται αληθής και χρησιμοποιείται σε ένα συλλογισμό για να αποδειχθεί η αλήθεια ενός συμπεράσματος