λυσιτελής

λυσιτελής < αρχαία ελληνική λυσιτελής < λύω (βλέπε σημ. #7) + τέλος λύω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *lewH- τέλος < αρχαία ελληνική τέλος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷel– (κινώ, στρίβω) Σημασιολογία: χρήσιμος, ωφέλιμος

Λύτρα

Σημασιολογία της λέξης λύτρα χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί για την απελευθέρωση ενός ατόμου που κρατείται όμηρος Λυτρώνω σημαίνειλύω, ελευθερώνω κάποιον, αφού πάρω λύτρα (λεφτά) σαν αντάλλαγμα Ετυμολογία της λέξης λύτρα λύτρα < αρχαία ελληνική λύτρα < λύω λύω < αρχαία ελληνική λύω λύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewH- λυτρώνω < μεσαιωνική ελληνική λυτρώνω < αρχαία […]