3 Μαρτίου 2018λυσιτελήςλυσιτελής < αρχαία ελληνική λυσιτελής < λύω (βλέπε σημ. #7) + τέλοςλύω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *lewH-τέλος < αρχαία ελληνική τέλος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷel– (κινώ, στρίβω)Σημασιολογία: χρήσιμος, ωφέλιμος