λαγνεία

Ετυμολογία: λαγνεία < αρχαία ελληνική λαγνεία < λαγνεύω Ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐπίθετο «λάγνος» λαγνεία < λάγνος < λαγαίω (=ἀφήνω, χαλαρώνω) Σημασιολογία: κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος δεν ελέγχει τις σεξουαλικές του επιθυμίες «Λαγνεία» εἶναι ἡ φιληδονία, ἡ συνεχὴς και ἔντονη ἐπιθυμία γιὰ σεξουαλικὴ ἐπαφή. Βάσει αὐτοῦ ἡ πρώτη ἔννοια μᾶλλον σήμαινε αὐτὸν ποὺ […]