Ατέρμονος

ατέρμονος < αρχαία ελληνική ἀτέρμων < ἀ- + τέρμα τέρμα < αρχαία ελληνική τέρμα, το τέλος μιας διαδρομής

ατόπημα

ατόπημα < ἄτοπος < στερητικό α- + τόπος άτοπος < αρχαία ελληνική ἄτοπος Σημασιολογία: η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργεια υπέπεσε σε σοβαρά ατοπήματα σχετικά με την υπόθεση