Αέναος

αέναος < αρχαία ελληνική ἀέναος < ἀεί + νάω (ρέω) Σημασιολογία: που δεν παύει ποτέ να ρέει, να τρέχει (γενικότερα) που δεν σταματά, ασταμάτητος, αδιάκοπος