Ετυμολογία της λέξης ακηδής ακηδής < αρχαία ελληνική ἀκηδής < ἀ- + κῆδος άπό το κῆδος= φροντίζω· απαντάται και στην ενεργ. κήδω μόνο στον ποιητικό λόγο. κηδεία = φροντίδα κηδεμόνας = ο φροντιστής Σημασιολογία της λέξης ακηδής αμέριμνος, ξέγνοιαστος αμελής, αδιάφορος οκνός
Ακραιφνής
ακραιφνής < αρχαία ελληνική ἀκραιφνής < ακεραιοφανής < ακέραιος + φαίνομαι Σημασιολογία: ανόθευτος, καθαρός (για πρόσωπα) γνήσιος
ακροθιγώς
ακροθιγώς < ακροθιγής ακροθιγής < ακρο + -θιγής (< θέμα θιγ- του θιγγάνω) θιγγάνω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰeyǵʰ– (ζυμώνω, δίνω μορφή, αγγίζω) αγγίζω < εγγίζω < εγγύς