Ετυμολογία της λέξης άρνηση άρνηση < αρνούμαι αρνούμαι < αρχαία ελληνική ἀρνέομαι, -οῦμαι Σημασιολογία της λέξης άρνηση Σημαίνει την απόρριψη, τη μη αποδοχή. Επίσης στην μαθηματική λογική, είναι ο μοναδιαίος τελεστής που μεταβάλει την αληθοτιμή μιάς λογικής πρότασης από ‘Αληθής’ σε ‘Ψευδής’ ή από ‘Ψευδής’ σε ‘Αληθής’.
αρχολίπαρος
αρχολίπαρος < ελληνιστική κοινή < αρχή + λιπαρῶ (=επιθυμώ, επιζητώ)