αμαρτία

αμαρτία < αρχαία ελληνική ἁμαρτία ἁμαρτία < ἁμαρτάνω ἁμαρτάνω < (ίσως) ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂mert– (χάνω, σφάλλω) (α στερητικό + πιθανόν ρίζα σμαρ- ή μερ- όπου προσίθεται το πρόσφυμα τ = ασμαρτ με ταυτόχρονη τροπή του σ σε δασεία = ἁμαρτ και με τελικό πρόσφυμα -αν- = ἁμαρτάνω) Σημασιολογία: αποτυγχάνω να βρω το στόχο μου Ἀτρεΐδης […]

Άμυνα

άμυνα < αρχαία ελληνική ἄμυνα Σημασιολογία: η απόκρουση επιθετικής ενέργειας (νομικός όρος): η υπεράσπιση ατόμου από άδικη και παρούσα επίθεση που δέχεται το ίδιο ή άλλο και η εξ αυτής προσβολή του επιτιθεμένου. τα μέτρα που λαμβάνονται και το υλικό που χρησιμοποιείται για την πρόληψη επιθέσεων (αθλητισμός) το σύνολο των παικτών που η θέση τους είναι να αντικρούουν επιθετικές ενέργειες (σκάκι) ομάδα αρχικών κινήσεων όπου ενδιαφέρει το […]

Αμύνομαι

αμύνομαι < ελληνιστική κοινή ἀμύνομαι < αρχαία ελληνική ἀμύνω ἀμύνω < ανάγεται στα α προθεματικό + μύνη (το υ βραχύ)= αμυν + πρόσφυμα j (το οποίο αφομοιούται στο ν = αμυνν που όμως απλοποιείται σε ν) = αμυν + κατάληξη -ω Σημασιολογία του αμύνομαι: αντιμετωπίζω και προσπαθώ να αποκρούσω μια επίθεση (βίαιη, στρατιωτική ή λεκτική ή στο πλαίσιο αθλητικού αγώνα), υπερασπίζομαι τον εαυτό μου και άλλους Σημασιολογία του αμύνω: αποκρούω, κρατώ κάποιον έξω παρακαλουμένη ἀμύνειν τὸν βάρβαρον (Πλάτ. όμοι, 692ε) Τρῶας ἄμυνε νεῶν υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, αμύνομαι, αγωνίζομαι αμυνόμενος γενναίως ἀμύνειν τῇ πόλει καὶ θεοῖς ἐγχωρίοις/τῷ νόμῳ / τῷ δήμῳ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος ἀμῦναι βοηθώ (μέσο)ἀμύνομαι : […]

Αμφιθυμία

αμφιθυμία < αμφίθυμος < αμφι- + θυμός (διάθεση) + -ία (μεταφραστικό δάνειο από την γαλλικά ambivalence) θυμός < αρχαία ελληνική θυμός θυμός < πρωτοελληνική tʰūmós (καπνός, αναπνοή, ψυχή) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰuh₂mós ‎(καπνός)

Αμφίρροπος

αμφίρροπος < αρχαία ελληνική ἀμφίρροπος < ἀμφί + ῥέπω ἀμφί < αρχαία ελληνική ἀμφοῖν / αμφότεροι <ονομ. αιτ. ἄμφω, γεν. δοτ. ἀμφοῖν, στον Όμηρο μόνο «ἄμφω» στην ονομαστική και αιτιατική. ῥέπω < ρίζα Fρεπ-, ομόρριζο των ῥάβδος, ῥάμνος, ῥαπίς Σημασιολογία: που μπορεί να πάρει ή τη μία ή την άλλη τροπή, που ταλαντεύεται μεταξύ δύο αποφάσεων ή εξίσου πιθανών εκβάσεων, που το αποτέλεσμά του δεν έχει κριθεί ακόμη  

Αμφιταλαντεύομαι

αμφιταλαντεύομαι < ελληνιστική κοινή ἀμφιταλαντεύω ταλαντεύω < αρχαία ελληνική < τάλαντον  < προκαλώ ταλάντωση Σημασιολογία: δεν μπορώ να διαλέξω ανάμεσα σε δύο διαφορετικές επιλογές και να καταλήξω σε μια απόφαση