Αμφιθυμία

αμφιθυμία < αμφίθυμος < αμφι- + θυμός (διάθεση) + -ία (μεταφραστικό δάνειο από την γαλλικά ambivalence) θυμός < αρχαία ελληνική θυμός θυμός < πρωτοελληνική tʰūmós (καπνός, αναπνοή, ψυχή) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰuh₂mós ‎(καπνός)

Αμφίρροπος

αμφίρροπος < αρχαία ελληνική ἀμφίρροπος < ἀμφί + ῥέπω ἀμφί < αρχαία ελληνική ἀμφοῖν / αμφότεροι <ονομ. αιτ. ἄμφω, γεν. δοτ. ἀμφοῖν, στον Όμηρο μόνο «ἄμφω» στην ονομαστική και αιτιατική. ῥέπω < ρίζα Fρεπ-, ομόρριζο των ῥάβδος, ῥάμνος, ῥαπίς Σημασιολογία: που μπορεί να πάρει ή τη μία ή την άλλη τροπή, που ταλαντεύεται μεταξύ δύο αποφάσεων ή εξίσου πιθανών εκβάσεων, που το αποτέλεσμά του δεν έχει κριθεί ακόμη  

Αμφιταλαντεύομαι

αμφιταλαντεύομαι < ελληνιστική κοινή ἀμφιταλαντεύω ταλαντεύω < αρχαία ελληνική < τάλαντον  < προκαλώ ταλάντωση Σημασιολογία: δεν μπορώ να διαλέξω ανάμεσα σε δύο διαφορετικές επιλογές και να καταλήξω σε μια απόφαση