Αλεύρι

αλεύρι < μεσαιωνική ελληνική αλεύριν < αλεύριον υποκοριστικό του ἄλευρον (αρχαία ελληνική ) άλευρο < μεσαιωνική ελληνική ἀλεύριν < ἀλεύριον < αρχαία ελληνική ἄλευρον < ἀλῶ αλώ < συνηρημένος τύπος του ἀλέω (α΄πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα) αλέω < αλέθω  

Αλήθεια

αλήθεια < αρχαία ελληνική ἀλήθεια < ἀληθής < α- στερητικό + λήθη Ως παράγωγο του «ἀληθής» θα σήμαινε ακριβώς την κατάσταση που τα πράγματα δεν έχουν ξεχαστεί, είναι γνωστά ή φανερά, άρα είναι πραγματικά. Στη φιλοσοφία η λέξη χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες θεωρίες εκφράζοντας την αληθή γνώση των πράξεων,των γεγονότων και του κόσμου

αλώβητος

αλώβητος < ελληνιστική κοινή ἀλώβητος < α- + αρχαία ελληνική λωβάομαι / λωβῶμαι < λώβη λωβάομαι < λώβη ή αντιστρόφως λώβη < λωβάομαι (λώβη = βλάβη, κακομεταχείριση, αρρώστια) λώβη < λωβάομαι ή το αντίστροφο, δηλ. το λωβάομαι από τη λώβη < πιθανόν από πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα κοινή και στα λατινικά labor και labes (πτώση, γλίστρημα, ολίσθημα)