Αίμα

αίμα < αρχαία ελληνική αἷμα αἷμα: αβέβαιης ετυμολόγησης· ίσως < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sai– (παχύρρευστο υγρό), ίσως συγγενές του αἰονάω (μουσκεύω)· ίσως < ΒΔ σημιτικό ḤYM [Keyser (2016) A Semitic Etymology for Greek αἷμα, doi: 10.2143/SE.58.0.3170093] Σημασιολογία: αίμα ουδέτερο (ανατομία): το υγρό με κόκκινο χρώμα που κυκλοφορεί μέσα στο σώμα του ανθρώπου κι άλλων ζώων (στα […]

Αίσθημα

αίσθημα < αρχαία ελληνική αἴσθημα < αἰσθάνομαι αισθάνομαι < αρχαία ελληνική αἰσθάνομαι αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ewisd– < *h₂ew– (βλέπω, παρατηρώ) Σημασιολογία του αίσθημα: αίσθημα ουδέτερο το αποτέλεσμα της επενέργειας των εξωτερικών ερεθισμάτων στον οργανισμό διά των αισθήσεων το αίσθημα του ψύχους το αποτέλεσμα της επενέργειας εσωτερικών ερεθισμάτων στον οργανισμό το αίσθημα της πείνας, της […]