Αίσθημα

αίσθημα < αρχαία ελληνική αἴσθημα < αἰσθάνομαι αισθάνομαι < αρχαία ελληνική αἰσθάνομαι αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ewisd– < *h₂ew– (βλέπω, παρατηρώ) Σημασιολογία του αίσθημα: αίσθημα ουδέτερο το αποτέλεσμα της επενέργειας των εξωτερικών ερεθισμάτων στον οργανισμό διά των αισθήσεων το αίσθημα του ψύχους το αποτέλεσμα της επενέργειας εσωτερικών ερεθισμάτων στον οργανισμό το αίσθημα της πείνας, της […]