Αγάπη

αγάπη < ελληνιστική κοινή ἀγάπη < αρχαία ελληνική ἀγαπῶ ἀγαπάω < ή από το ἀγάπη ή αντιστρόφως η ἀγάπη από το ἀγαπάω < ρίζα ἀγα- (πιθανόν συγγενής με το ἄγαν) + ρίζα πα- ἄγαν < ἄγη και δωρικός τύπος ἄγα (θαυμασμός) ἄγη < ἄγαμαι ἄγαμαι (αποθετικό) θαυμάζω, εκτιμώ ὡς σέ, γύναι, ἄγαμαι Οδύσσεια 6.168 θαυμάζω, απορώ μνηστῆρες δε ὑπερφιάλως ἀγάσαντο (απόρησαν τρομερά, έμειναν εμβρόντητοι οι μνηστήρες στη θέα του Οδυσσέα) Ὀδυσῆος ἀγασσάμεθ᾽’ εἶδος ἰδόντες Ιλιάδα 3.224. οργίζομαι, φθονώ ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα (εξοργισμένοι με τις κακές […]

Αγαπώ – Φιλώ – Έραμαι

Είναι πράγματι περίεργο πώς τρεις από τις πιο συχνές και καίριες λέξεις τής Ελληνικής σε μεγάλη χρήση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι λέξεις αγαπώ/αγάπη, φιλώ/φίλος και έρωτας, παραμένουν άγνωστες ως προς την ετυμολογική τους προέλευση. Το ρήμα ἀγαπῶ (από το οποίο παρήχθη το ουσιαστικό ἀγάπη, μόλις τον 3ο αιώνα π.Χ.), μολονότι απαντά ήδη στον Όμηρο (Οδ. Ψ 214 «οὕνεκά σ’ […]