Αλεύρι

αλεύρι < μεσαιωνική ελληνική αλεύριν < αλεύριον υποκοριστικό του ἄλευρον (αρχαία ελληνική ) άλευρο < μεσαιωνική ελληνική ἀλεύριν < ἀλεύριον < αρχαία ελληνική ἄλευρον < ἀλῶ αλώ < συνηρημένος τύπος του ἀλέω (α΄πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα) αλέω < αλέθω