αμαρτία

αμαρτία < αρχαία ελληνική ἁμαρτία ἁμαρτία < ἁμαρτάνω ἁμαρτάνω < (ίσως) ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂mert– (χάνω, σφάλλω) (α στερητικό + πιθανόν ρίζα σμαρ- ή μερ- όπου προσίθεται το πρόσφυμα τ = ασμαρτ με ταυτόχρονη τροπή του σ σε δασεία = ἁμαρτ και με τελικό πρόσφυμα -αν- = ἁμαρτάνω) Σημασιολογία: αποτυγχάνω να βρω το στόχο μου Ἀτρεΐδης […]