- απογοήτευση < απογοητεύω
απογοητεύω < από + γοητεύω (μεταφραστικό δάνειο από την γαλλική désenchanter)
Σημασιολογία:
- δυσάρεστο συναίσθημα ματαίωσης λόγω μη ικανοποίησης ή μη πραγματοποίησης επιθυμητού γεγονότος
- ένιωσα απογοήτευση, όταν αποφάσισες να φύγεις