αποκύημα < μεσαιωνική ελληνική ἀποκύημα< ἀποκυέω (γεννώ) < ἀπό (ξε-)+ κυέω (φουσκώνω)
κυέω < (ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) ) (s)qut-, (s)qeu- (=καλύπτω, κρύβω). Συγγενές με το (σανσκριτικά) skunati (=κρύβω) και το (λατινικά) cutis (=δέρμα)
Σημασιολογία του αποκύημα:
Σημασιολογία του κυέω:
- κυοφορώ, εγκυμονώ, είμαι έγκυος
- καθίσταμαι έγκυος, συλλαμβάνω, κυοφορούμαι