Αποκύημα

αποκύημα < μεσαιωνική ελληνική ἀποκύημαἀποκυέω (γεννώ) < ἀπό (ξε-)+ κυέω (φουσκώνω)

κυέω < (ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) ) *(s)qut-, *(s)qeu- (=καλύπτωκρύβω). Συγγενές με το (σανσκριτικά) skunati (=κρύβω) και το (λατινικάcutis (=δέρμα)

Σημασιολογία του αποκύημα:

  1. γέννημαδημιούργημα

Σημασιολογία του κυέω:

  1. κυοφορώεγκυμονώ, είμαι έγκυος
    ἣ δ᾽ ἐκύει φίλον υἱόν (ΌμηροςΙλιάδα19, 117)
  2. καθίσταμαι έγκυοςσυλλαμβάνωκυοφορούμαι

Σχετικά Ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Ομάδα Consciousness.gr