αύρα

Ετυμολογία της λέξης αύρα αύρα < (λόγιο) αρχαία ελληνική αὔρα Σημασιολογία της λέξης αύρα ελαφρό αεράκι που γίνεται ελάχιστα αισθητό υποθετικό, ορατό από μυημένους, υλικό που περιβάλλει ζωντανά ή νεκρά αντικείμενα (μεταφορικά) η αίσθηση που προκαλεί ένα άτομο στο περιβάλλον του τροχοφόρο όχημα της αστυνομίας που χρησιμοποιείται κυρίως για καταστολή διαδηλώσεων  

Αυτογνωσία

Ετυμολογία της λέξης αυτογνωσία αυτογνωσία=γνώση του εαυτού αυτογνωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική autognosie < αρχαία ελληνική αὐτός + γνῶσις γνῶσις < γιγνώσκω γιγνώσκω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵneh₃- (γνωρίζω) (θέμα γνω με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό και πρόσφυμα σκ· με μετάπτωση, το ασθενές θέμα γνο) Επιπρόσθετα κείμενα και πηγές για την αυτογνωσία Στον ιστότοπο consciousness.gr μπορείτε να αναζητήσετε κείμενα αυτογνωσιακού, μεταφυσικού και φιλοσοφικού περιεχομένου.

αφουγκράζομαι

αφουγκράζομαι < μεσαιωνική ελληνική αφουκρούμαι < αρχαία ελληνική ἐπακροάομαι / ἐπακροῶμαι Σημασιολογία: προσέχω, για να ακούσω κάθε πιθανό ήχο