Ετυμολογία της λέξης αύρα
αύρα < (λόγιο) αρχαία ελληνική αὔρα
Σημασιολογία της λέξης αύρα
- ελαφρό αεράκι που γίνεται ελάχιστα αισθητό
- υποθετικό, ορατό από μυημένους, υλικό που περιβάλλει ζωντανά ή νεκρά αντικείμενα
- (μεταφορικά) η αίσθηση που προκαλεί ένα άτομο στο περιβάλλον του
- τροχοφόρο όχημα της αστυνομίας που χρησιμοποιείται κυρίως για καταστολή διαδηλώσεων