Ανάγκη

ανάγκη < αρχαία ελληνική ἀνάγκη ἀνάγκη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *anḱ- (μοίρα, πεπρωμένο) Σημασιολογία: αναφέρεται σε κάτι που το επιβάλλουν τα ίδια τα πράγματα, άρα ένας εξωτερικός παράγοντας αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες και έχει να καλύψει έντονες βιοποριστικές ανάγκες ανάγκη, πιεστική επιθυμία, εξαναγκασμός λογική αναγκαιότητα πεπρωμένο κακοπάθεια, βασανισμός συγγενικός δεσμός αίματος

Αναπλήρωση

αναπλήρωση < αρχαία ελληνική ἀναπλήρωσις (σημασιολογικό δάνειο από γαλλική suppléance) Σημασιολογία: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού αναπληρώνω

Ανάσκελα

ανάσκελα < μεσαιωνική ελληνική ανάσκελα < ανά + σκέλος σκέλος < αρχαία ελληνική σκέλος Σημασιολογία του σκέλος: (λόγιο) καθένα από τα δύο κάτω άκρα δίποδου ή τα πίσω άκρα τετράποδου (μεταφορικά) κάθε τι που μοιάζει με πόδι (γενικότερα) το καθένα από όμοια ή παρόμοια πράγματα και ειδικότερα όταν πρόκειται για δύο το δεύτερο σκέλος της εξισώσεως περιλαμβάνει μόνο τον άγνωστο χι τμήμα κοινού εννοιοσυνόλου (- αντικειμένου) μαζί με άλλα συστατικά, […]

Ανάσταση

Ετυμολογία της λέξης ανάσταση Ανάσταση < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνάστασις (έγερση από τον τάφο) (η χριστιανική σημασία στην ελληνιστική κοινή)[1] < ἀνίστημι < ἀνά + ἵστημι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂- ἵστημι < *σί-στη-μι (με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂- < *steh₂-. Συγγενή: λατινική sto, γερμανική stehen, κ.ά. Θέματα, μεταπτωτικές βαθμίδες: στη- (*stéh₂-), στα-, […]

ανατολή

Ανατολή

Ετυμολογία της λέξης ανατολή ανατολή < αρχαία ελληνική ἀνατολή < ἀνατέλλω ανα + τέλλω τέλλω < (ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) ) *tla-. Συγγενές με το (ιαπετικό) tela- (=υψώνω, σηκώνω). Με την έννοια συμπληρώνω < (ιαπετικό) qvel- (=περιστρέφω), συγγενές με το (αρχαία ελληνική ) πέλω Σημασιολογία της λέξης ανατέλλω ξεπροβάλλω από τον ορίζοντα, αναδύομαι ανατέλλει ο Ήλιος. στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει (Κ. Κρυστάλλης, 1890, “Ο Τρύγος”) (μεταφορικά) αναδύομαι στην επιφάνεια και […]