Ανάσταση

Ετυμολογία της λέξης ανάσταση

Ανάσταση < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνάστασις (έγερση από τον τάφο) (η χριστιανική σημασία στην ελληνιστική κοινή)[1] < ἀνίστημι < ἀνά + ἵστημι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-

ἵστημι < *σί-στη-μι (με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂- < *steh₂-. Συγγενή: λατινική sto, γερμανική stehen, κ.ά.

Σημασιολογία της λέξης ανάσταση

  1. (χριστιανισμός)
    1. η χριστιανική γιορτή για την ανάσταση του Ιησού Χριστού
      Για την Ανάσταση, η αναστάσιμη εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, ξημερώνοντας η Κυριακή του Πάσχα
      οι πιστοί γυρνούσαν με τις αναμμένες λαμπάδες τους από την Ανάσταση
    2. οποιαδήποτε αγιογραφία ή απεικόνιση ή σύμβολο της Ανάστασης του Ιησού Χριστού
  2. το κοιμητήριο (νεκροταφείο) του Πειραιά, στο Κερατσίνι
  3. ορεινό χωριό κοντά στα Καλάβρυτα
  4. η επαναφορά στη ζωή ενός νεκρού για τη θρησκευτική σημασία → δείτε τις λέξεις Ανάσταση και τη γραφή
    η ανάσταση του Λαζάρου
  5. (μεταφορικά) η αναγέννηση, αναζωογόνηση μετά από περίοδο παρακμής
  6. (ως επιφώνημα) επιτέλους
    Το κατάλαβες, επιτέλους! Ανάσταση!

 

Σχετικά Ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Ομάδα Consciousness.gr