Άνοιξη

Ετυμολογία: άνοιξη < αρχαία ελληνική ἄνοιξις Σπάνια λέξη της αρχαίας ελληνικής (ἡ ἄνοιξις, -εως). Ετυμολογείται από το ρήμα ἀνοίγνυμι ή ἀνοίγω. Αρχικά λοιπόν σήμαινε το άνοιγμα. Η σημερινή σημασία είναι μεσαιωνική: Ὦ μυρισμένη μου ἄνοιξις, τοῦ χρόνουἀρχή καί νιότης (Μιχαήλ Σουμμάκης, Παστώρ φίδος, ἤγουν Ποιμήν πιστός,Βενετία 1638). Τότε, υποκατέστησε στη δημώδη Βυζαντινή την αρχαία λέξηἔαρ (που σήμερα επιβιώνει στο παράγωγο επίθετο εαρινός, δηλ. ανοιξιάτικος:εαρινή ισημερία), προφανώς για να δηλώσει εκφραστικότερα το «άνοιγμα» του καιρού μετά το […]