Επονείδιστος

επονείδιστος < αρχαία ελληνική ἐπονείδιστος < ὄνειδος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₃neid- (κατάρα / καταριέμαι, μέμφομαι ὄνειδος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₃neid- (κατάρα / καταριέμαι, μέμφομαι) Σημασιολογία: που αποτελεί όνειδος, που προκαλεί ντροπή, πολύ κακός  

Ερασιτέχνης

Ετυμολογία της λέξης ερασιτέχνης ερασιτέχνης < ερασι- (< ἔραμαι) + -τεχνης (< τέχνη) < γαλλική amateur ἔραμαι < (ίσως) προελληνική ἐράω < ἔραμαι Σημασιολογία της λέξης ερασιτέχνης που ασχολείται με κάτι από ευχαρίστηση, όχι επαγγελματικά ή με σκοπό το οικονομικό κέρδος ≠ αντώνυμα: επαγγελματίας (κακόσημο) που δε διαθέτει επαγγελματισμό, οργανωτικότητα ή ειδικές γνώσεις, αλλά χαρακτηρίζεται από […]

Έρωτας

έρωτας < αρχαία ελληνική ἔρως < ἔραμαι/ἐρῶ ἔρως < ομόρ. του ἔραμαι (ἐράω) ένθερμη αγάπη, έρωτας, πόθος, λίμπιντο Σημασιολογία: σαρκική έλξη ενός ατόμου προς άλλο, έντονη επιθυμία ή αγάπη, υπερβολική αφοσίωση η σχέση μεταξύ ερωτευμένων το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας η σαρκική επαφή, η ερωτική πράξη βαθιά έλξη ή ενδιαφέρον έχω έρωτα με τα ιταλικά

Ετυμολογία

Η ετυμολογία της λέξεως ετυμολογία:  ετυμολογία < ελληνιστική κοινή ἐτυμολογία < ἔτυμος (αληθινός) + λέγω ἔτυμος < ἐτεός (πιθανώς < εἰμί) ἐτεός < ἐτός Σημασιολογία: η αναζήτηση του ετύμου των λέξεων δηλαδή της προέλευσης (πρώτης ρίζας) και της αρχικής τους σημασίας, το αποτέλεσμα και η δημοσιοποίηση της διερεύνησης της καταγωγής, της προέλευσης, της πορείας και της εξέλιξης μιας λέξης μέσα στο χρόνο. Ξεκινά από την σημερινή κατάσταση της λέξης και ανατρέχει μέχρι όπου είναι δυνατό να προχωρήσει στο παρελθόν, βασιζόμενη στους φωνητικούς και στους σημασιολογικούς κανόνες. Ετυμολογία καλείται […]

Ευαισθησία

ευαισθησία < αρχαία ελληνική εὐαισθησία ευ+αισθάνομαι < Παρέκταση του *αἴσθ-ομαι με το επίθημα -αν- . Συγγενές με το ρ. ἀΐω (=καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι) από ένα αρχικό ιε. θέμα αF-ισ- . Πβ. λατ. audio. Σημασιολογία του αισθάνομαι: 1. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ με τις αισθήσεις μου |απόλ. |με αιτ. |με γεν. |με δοτ. οργ. |ακούω |με αιτ. |με γεν. |βλέπω |με αιτ. 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, γνωρίζω ως αποτέλεσμα […]

ευειδής

ευειδής < αρχαία ελληνική εὐειδής Σημασιολογία: που έχει καλή εμφάνιση, o καλοσχηματισμένος, ο έχων ωραία μορφή

Εύκολος

εύκολος < αρχαία ελληνική εὔκολος < εὖ + κόλον κόλον < αρχαία ελληνική κόλον το τελικό τμήμα του παχέος εντέρου Σημασιολογία:¨ που επιτυγχάνεται ή επιλύεται χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια (για πρόσωπα”) που δεν απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για να προσεγγιστεί ερωτικά

έχθιστος

υπερθετικός βαθμός του εχθρός –> εχθίων –> έχθιστος εχθρός < αρχαία ελληνική ἐχθρός Κ’ ύστερ’, αφ’ ού συντρίψωμεν τον έχθιστον ζυγόν, άλλα όχι αβέβαια πλούτη θέλει μας δώσει πάλιν η ελευθερία. Ανδρέας Κάλβος    

Έωλος

έωλος < αρχαία ελληνική ἕωλος < ἕως / ἠώς < πρωτοελληνική *ᾱϝ̔ως ‎(*āhwōs) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂éwsōs ‎(αυγή) < *h₂ews– (αυγή, ανατολή)  ἕως <αττικός τύπος του ἠώς (η αυγή)