εθισμός

εθισμός < εθίζω < έθος έθος < αρχαία ελληνική ἔθος ἔθος < ἔθω (συνηθίζω) ἔθω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *swe-dʰh₁ < *swe- (εαυτός) + *dʰeh₁- (θέτω) αρχαία αλληνική λέξη ἐθισμός Σημασιολογία: το να αποκτάς μια συνήθεια. (πολιτική), (ιατρική), (φαρμακευτική) (προπαγάνδα): η προοδευτική απώλεια αντιδραστικής συμπεριφοράς ως αποτέλεσμα συνεχούς επαναλαμβανόμενης διέγερσης. καταναγκαστική συνήθεια που επηρεάζει τη συμπεριφορά και τον ψυχισμό και είναι δύσκολο να διακοπεί Ο μακροχρόνιος εθισμός στη νικοτίνη προκαλεί βλάβες στον οργανισμό