Εμβριθής

Ετυμολογία της  λέξης εμβριθής εμβριθής < αρχαία ελληνική ἐμβριθής < ἐμβρίθω < ἐν + βρίθω βρίθω < αρχαία ελληνική βρίθω είμαι γεμάτος βαρύνω, φορτώνομαι υπερισχύω, νικώ Σημασιολογία της λέξης εμβριθής εμβριθής αρσενικό, εμβριθής θηλυκό, εμβριθές ουδέτερο που διακρίνεται για τη διεισδυτικότητα του πνεύματος, τη βαθιά γνώση του, που έχει εντρυφήσει σε ορισμένο αντικείμενο Ο Σωκράτης, […]

εμπάθεια

εμπάθεια < ελληνιστική κοινή ἐμπάθεια (ισχυρό πάθος) ἐμπάθεια < ἐν + πάθος πάθος < αρχαία ελληνική πάθος πάθος < πάσχω πάσχω < *πάθσκω (παθ- + πρόσφυμα -σκ-) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷenth– (πάσχω, υποφέρω)

εμπαιγμός

εμπαιγμός < εν + παιγμός[<παίζω] (ελληνιστικό ἐμπαιγμός) Σημασιολογία: εμπαιγμός αρσενικό η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμπαίζω περιφρονητικός ή προσβλητικός αστεϊσμός σε βάρος κάποιου ο χλευασμός, το κορόιδεμα, το περιγέλασμα η απάτη, η εξαπάτηση, η παραπλάνηση

Εμπιστοσύνη

Ετυμολογία της λέξης εμπιστοσύνη εμπιστοσύνη < μεσαιωνική ελληνική εμπιστοσύνη < έμπιστος + -οσύνη < ελληνιστική κοινή ἔμπιστος < αρχαία ελληνική πιστός < πείθω πιστεύω < πίστ(ις) + -εύω πίστις < πείθω Σημασιολογία της λέξης εμπιστοσύνη το να πιστεύεις ότι κάποιος έχει ορισμένες ικανότητες, ιδιότητες ή αρετές και να μπορείς να στηριχτείς πάνω του (πολιτική) η […]