Ενδελέχεια

ενδελέχεια < αρχαία ελληνική ἐνδελέχεια < ἐνδελεχής < ἐν + δολιχός < ινδοευρωπαϊκή *dl̥h₁gʰós (μακρύς) Σημασιολογία: η συνέχεια, η διάρκεια η συνεχής και αδιάλειπτη φροντίδα ή επιμέλεια

ενδελεχώς

ενδελεχώς < από το επίθετο ενδελεχής < ἐν + δολιχός ενδελεχής < αρχαία ελληνική ἐνδελεχής < σύνθετη λέξη από τις αρχαίες ελληνικές ἐν + δόλιχος δόλιχος < δολιχός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dl̥h₁gʰós (μακρύς)

ενδόμυχος

ενδόμυχος < αρχαία ελληνική ἐνδόμυχος (που βρίσκεται στο βάθος του σπιτιού) σημασιολογία: που βρίσκεται στο βάθος του νου, της συνείδησης, της σκέψης ή της ψυχής

Ενδοσκόπηση

ενδοσκόπηση < γαλλική endoscopie endoscope < endo- + -scope -σκόπιο < σκοπέω σκοπέω < σκοπός < σκέπτομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *speḱ- Σημασιολογία: κοιτάζω προς τα μέσα, παρατηρώ, εξετάζω, προσέχω, αγρυπνώ, ερευνώ (μεταγενέστερη μορφή το σκοπεύω) σκοπέειν τινά τα ἑαυτοῦ (γνωμικό: ο καθένας να κοιτάζει τη δουλειά του, τα δικά του)

ενεδρεύω

ενεδρεύω < αρχαία ελληνική ἐνεδρεύω< ἐν + έδρα παρακολουθώ αθέατος άνθρωπο ή ζώο περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθώ,στήνω ενέδρα, παραμονεύω κάποιον για να του κάνω κακό

Ενόρμηση

ενόρμηση < ἐνόρμησις < αρχαία ελληνική ἐνορμάω (μεταφραστικό δάνειο από την (αγγλικά) pulsion) Σημασιολογία: (ψυχολογία) (ψυχιατρική) ψυχοσωματική ενστικτώδης τάση που ωθεί στην εκτέλεση πράξεων που μειώνουν τη διέγερση ή ικανοποιούν ψυχοσωματικές ανθρώπινες ανάγκες Ξέρει ότι, όταν γράφει, μιλάει με την επιθυμία, δηλαδή με ολόκληρο τον ψυχοσωματικό εαυτό του· κυρίως με τις ασύνειδες και πολυσχιδείς ενορμήσεις του προς έκφραση, οι οποίες, υπερβαίνοντας κάθε πρόθεση, αναγκάζουν τη γλώσσα του να συστοιχηθεί με […]

Ενοχή

ενοχή < μεσαιωνική ελληνική ἐνοχή < αρχαία ελληνική ἐνέχομαι ενέχομαι < αρχαία ελληνική ἐνέχομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐνέχω ἐνέχω < ἐν + ἔχω Σημασιολογία του ενοχή: η κατάσταση του ενεχόμενου σε κολάσιμη ή επιλήψιμη πράξη ο εισαγγελέας πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο την ενοχή του κατηγορουμένου (και στον πληθυντικό) η κατάσταση κατά την οποία κάποιος μέμφεται τον εαυτό του για πράξη ή παράλειψή του – το συναίσθημα που συνοδεύει αυτήν την κατάσταση δεν πρέπει να νιώθεις ενοχές, δεν μπορούσες […]

Ένστικτο

ένστικτο < αντιδάνειο από το γαλλικό (instict) From Latin instinctus, past participle of instinguere (“to incite, to instigate”), from in (“in, on”) + stinguere (“to prick”)

Ενσυναίσθηση

Σημασιολογία: Ως ενσυναίσθηση ορίζεται η συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου, και η κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων του. Ετυμολογία: Τα συστατικά της λέξης αποτελούνται από τις λέξεις εν, συν και αίσθηση, υποδηλώνοντας την επέκταση της αίσθησης του ατόμου πέρα από τον εαυτό του.