Ερασιτέχνης

Ετυμολογία της λέξης ερασιτέχνης ερασιτέχνης < ερασι- (< ἔραμαι) + -τεχνης (< τέχνη) < γαλλική amateur ἔραμαι < (ίσως) προελληνική ἐράω < ἔραμαι Σημασιολογία της λέξης ερασιτέχνης που ασχολείται με κάτι από ευχαρίστηση, όχι επαγγελματικά ή με σκοπό το οικονομικό κέρδος ≠ αντώνυμα: επαγγελματίας (κακόσημο) που δε διαθέτει επαγγελματισμό, οργανωτικότητα ή ειδικές γνώσεις, αλλά χαρακτηρίζεται από […]

Έρωτας

έρωτας < αρχαία ελληνική ἔρως < ἔραμαι/ἐρῶ ἔρως < ομόρ. του ἔραμαι (ἐράω) ένθερμη αγάπη, έρωτας, πόθος, λίμπιντο Σημασιολογία: σαρκική έλξη ενός ατόμου προς άλλο, έντονη επιθυμία ή αγάπη, υπερβολική αφοσίωση η σχέση μεταξύ ερωτευμένων το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας η σαρκική επαφή, η ερωτική πράξη βαθιά έλξη ή ενδιαφέρον έχω έρωτα με τα ιταλικά