- έρωτας < αρχαία ελληνική ἔρως < ἔραμαι/ἐρῶ
Σημασιολογία:
- σαρκική έλξη ενός ατόμου προς άλλο, έντονη επιθυμία ή αγάπη, υπερβολική αφοσίωση
- η σχέση μεταξύ ερωτευμένων
- το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας
- η σαρκική επαφή, η ερωτική πράξη
- βαθιά έλξη ή ενδιαφέρον
- έχω έρωτα με τα ιταλικά