5 Φεβρουαρίου 2018Έωλοςέωλος < αρχαία ελληνική ἕωλος < ἕως / ἠώς < πρωτοελληνική *ᾱϝ̔ως (*āhwōs) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂éwsōs (αυγή) < *h₂ews– (αυγή, ανατολή) ἕως <αττικός τύπος του ἠώς (η αυγή)