Επονείδιστος

επονείδιστος < αρχαία ελληνική ἐπονείδιστος < ὄνειδος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₃neid- (κατάρα / καταριέμαιμέμφομαι

ὄνειδος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₃neid- (κατάρα / καταριέμαιμέμφομαι)

Σημασιολογία:

 

Σχετικά Ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Ομάδα Consciousness.gr