επονείδιστος < αρχαία ελληνική ἐπονείδιστος < ὄνειδος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₃neid- (κατάρα / καταριέμαι, μέμφομαι
ὄνειδος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₃neid- (κατάρα / καταριέμαι, μέμφομαι)
Σημασιολογία:
επονείδιστος < αρχαία ελληνική ἐπονείδιστος < ὄνειδος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₃neid- (κατάρα / καταριέμαι, μέμφομαι
ὄνειδος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₃neid- (κατάρα / καταριέμαι, μέμφομαι)
Σημασιολογία: