Ελευθερία

ἐλευθερία < ἐλεύθερος ἐλεύθερος < *h₁lewdʰ-. Συγγενές με τα (λατινικά) liber, (σανσκριτικά) रोधति (rodhati) κ.ά. Ομόρριζο με το ἐλεύσομαι, μέλλοντα του ἔρχομαι Και ένα σχόλιο ιστοσελίδας που μας άρεσε: Η λέξη «ἐλευθερία» προκύπτει «παρά τό ἐλεύθειν ὅπου ἐρᾶ τίς», δηλαδή «να πηγαίνει κάποιος εκεί όπου αγαπάει/επιθυμεί». (ἐλεύθω= ἐρχομαι, πορεύομαι / ἐρῶ= αγαπώ -> ἔρως) «Ελευθερία» λοιπόν δεν είναι, σύμφωνα με την […]

Έλλειψη

έλλειψη < αρχαία ελληνική ἔλλειψις Σημασιολογία: κλειστή ωοειδής καμπύλη με δύο εστίες· το άθροισμα των αποστάσεων από τις δύο εστίες είναι σταθερό για όλα τα σημεία της καμπύλης αυτής η ύπαρξη μειωμένης ποσότητας ενός αγαθού, η ανεπάρκεια υπάρχει έλλειψη νερού

Έλληνας

Έλληνας < αρχαία ελληνική Ἕλλην Όπως και το όνομα Ἑλλάς, θεωρείται ότι προέρχεται από τη λέξη Ἑλλοί ή Σελλοί (οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής γύρω από το ιερό της Δωδώνης) Σελλοί < αρχαία ελληνική Σελλοί < προελληνική Σημασιολογία του Έλληνας: Έλληνας αρσενικό, Ελληνίδα θηλυκό (εθνικό) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή έχει ελληνική ιθαγένεια […]

ελλοχεύω

ελλοχεύω < αρχαία ελληνική ἐλλοχῶ < ἐν- + -λοχῶ < λόχος συνηρημένη μορφή του: ἐλλοχάω ἐλλοχάω < λόχος λόχος < αρχαία ελληνική λόχος λόχος < λέχομαι Σημασιολογία: καραδοκώ, παραμονεύω, ενεδρεύω