- Έλληνας < αρχαία ελληνική Ἕλλην
- Όπως και το όνομα Ἑλλάς, θεωρείται ότι προέρχεται από τη λέξη Ἑλλοί ή Σελλοί (οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής γύρω από το ιερό της Δωδώνης)
- Σελλοί < αρχαία ελληνική Σελλοί < προελληνική
Σημασιολογία του Έλληνας:
Έλληνας αρσενικό, Ελληνίδα θηλυκό
- (εθνικό) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα
- αρχαϊκό και ομηρικό δημωνύμιο συχνά ευρύτερης ή μεταβλητής σημασίας
- (ομηρικό) ο Φθιώτης, Θεσσαλός της Φθίας (ελληνογεννήτορες Μυρμιδόνες)
- ο μυκηνόλωσσος – μυκηνόλωττος