Ευαισθησία

ευαισθησία < αρχαία ελληνική εὐαισθησία ευ+αισθάνομαι < Παρέκταση του *αἴσθ-ομαι με το επίθημα -αν- . Συγγενές με το ρ. ἀΐω (=καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι) από ένα αρχικό ιε. θέμα αF-ισ- . Πβ. λατ. audio. Σημασιολογία του αισθάνομαι: 1. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ με τις αισθήσεις μου |απόλ. |με αιτ. |με γεν. |με δοτ. οργ. |ακούω |με αιτ. |με γεν. |βλέπω |με αιτ. 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, γνωρίζω ως αποτέλεσμα […]

ευειδής

ευειδής < αρχαία ελληνική εὐειδής Σημασιολογία: που έχει καλή εμφάνιση, o καλοσχηματισμένος, ο έχων ωραία μορφή

Εύκολος

εύκολος < αρχαία ελληνική εὔκολος < εὖ + κόλον κόλον < αρχαία ελληνική κόλον το τελικό τμήμα του παχέος εντέρου Σημασιολογία:¨ που επιτυγχάνεται ή επιλύεται χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια (για πρόσωπα”) που δεν απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για να προσεγγιστεί ερωτικά