Ειδήμων

Ετυμολογία της λέξης ειδήμων ειδήμων < ελληνιστική κοινή εἰδήμων < αρχαία ελληνική εἴδομαι / οἶδα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyd– (βλέπω, γνωρίζω) οἶδα < Ϝοιδ- κατά ετεροίωση από το θέμα Ϝειδ- του ρήματος εἴδω εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyd– (βλέπω, γνωρίζω) Σημασιολογία της λέξης ειδήμων που έχει εξειδικευτεί σε έναν τομέα και έχει άριστη γνώση του αντικειμένου του

Ειδύλλιο

Ετυμολογία της λέξης ειδύλλιο ειδύλλιο < ελληνιστική κοινή εἰδύλλιον (για το λογοτεχνικό είδος)· για νεότερες σημασίες: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική idylle (< λατινική īdyllium < ελληνιστική κοινή εἰδύλλιον). Δείτε και εἶδος Σημασιολογία της λέξης ειδύλλιο ειδύλλιο ουδέτερο (φιλολογία) ποίημα ή λογοτεχνικό έργο με ερωτικό κυρίως περιεχόμενο και χαρακτήρα παρόμοιο με το αρχαίο ” εἰδύλλιον “ ρομαντική […]