- εύκολος < αρχαία ελληνική εὔκολος < εὖ + κόλον
- κόλον < αρχαία ελληνική κόλον
- το τελικό τμήμα του παχέος εντέρου
Σημασιολογία:¨
- που επιτυγχάνεται ή επιλύεται χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια
- (για πρόσωπα”) που δεν απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για να προσεγγιστεί ερωτικά