αμφιταλαντεύομαι < ελληνιστική κοινή ἀμφιταλαντεύω
ταλαντεύω < αρχαία ελληνική < τάλαντον < προκαλώ ταλάντωση
Σημασιολογία:
- δεν μπορώ να διαλέξω ανάμεσα σε δύο διαφορετικές επιλογές και να καταλήξω σε μια απόφαση
αμφιταλαντεύομαι < ελληνιστική κοινή ἀμφιταλαντεύω
ταλαντεύω < αρχαία ελληνική < τάλαντον < προκαλώ ταλάντωση
Σημασιολογία: