ενοχή < μεσαιωνική ελληνική ἐνοχή < αρχαία ελληνική ἐνέχομαι
ενέχομαι < αρχαία ελληνική ἐνέχομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐνέχω
Σημασιολογία του ενοχή:
- η κατάσταση του ενεχόμενου σε κολάσιμη ή επιλήψιμη πράξη
- ο εισαγγελέας πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο την ενοχή του κατηγορουμένου
- (και στον πληθυντικό) η κατάσταση κατά την οποία κάποιος μέμφεται τον εαυτό του για πράξη ή παράλειψή του – το συναίσθημα που συνοδεύει αυτήν την κατάσταση
- δεν πρέπει να νιώθεις ενοχές, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε για να βοηθήσεις
- η σχέση του νομικά υπόχρεου προς έναν δεύτερο, όπου η υποχρέωση μπορεί να λάβει τη μορφή παροχής (αγαθού ή υπηρεσίας) ή αυτής της παράλειψης
Σημασιολογία του ενέχω:
- διάκειμαι, αισθάνομαι
- Ἀστυάγης δὲ κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῖχε χόλον διὰ τὸ γεγονός,… (Ο Αστυάγης, κρύβοντας την οργή που τον διακατείχε για το γεγονός, …)
- Κῦρος δὲ ἀπορίῃσι ἐνείχετο (Ο Κύρος δε βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία)
- πιάνομαι, χώνομαι, αγγιστρώνομαι
- ἐνεχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῖς (καθώς πιάστηκαν οι μικρές ασπίδες στα δοκάρια)
- κρατώ διατηρώ εντός
- εισέρχομαι, εισδύω
- ὅπως αἱ αὐγαὶ τοῦ φέγγους ὡς μάλιστα ἐνέχωσιν, ἵνα προσθέοντι ὡς φανότατον ᾖ τὸ ἔσω (για να εισδύει, να μπαίνει το φως μέσα όσο γίνεται περισσότερο)
- εμπλέκω, είμαι εναντίον κάποιου, επιβαρύνω
- εἰ δὲ μὴ αὐτὸν ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι (…για να μην τον βαρύνει κατάρα, να μη βρεθεί παγιδευμένος από κατάρα)